ἰυγή

ἰυγή
ἰυγή, ,= ἰυγμός,
A howling, shrieking, as of men in pain, Orac. ap. Hdt.9.43, S.Ph.752;=

γυναικῶν οἰμωγαί AB267

; but also of the shout of heralds, Tim.Pers.233; the hissing of snakes, Nic.Th.400, Opp.H. 1.565. [ῑῡ- Orac. ap. Hdt. l.c., Nic.; ῐῡ- in S.l.c.]

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιυγή — ἰυγή, ἡ (Α) [ιύζω] 1. φωνή οδύνης, κραυγή, οιμωγή 2. βοή, θόρυβος …   Dictionary of Greek

  • ἰυγή — ἰῡγή , ἰυγή howling fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • αύω — (I) αὔω (Α) ανάβω φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σημασία του ρ. αύω, η σχετική με τη φωτιά, διαφέρει από τη σημασία των συνθέτων του πρβλ. εξαύω «εξάγω, βγάζω», εξαύσαι «εξελείν» (Η σύχ.), καταύω «καθαιρώ, καταστρέφω», καταύσαι «καταντλήσαι, καταδύσαι» και… …   Dictionary of Greek

  • ιύζω — ἰύζω (Α) 1. φωνάζω δυνατά για να διώξω τα ζώα («οἱ δ ἰύζοντες ἕποντο», Ομ. Οδ.) 2. κραυγάζω από λύπη ή πόνο («ἴυξεν ἀφωνήτῳ ἄχει», Πίνδ.) 3. βουίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. σχηματισμένο πιθ. από το επιφώνημα ἰύ, μολονότι θα μπορούσε να αποτελεί και… …   Dictionary of Greek

  • ἰυγαί — ἰῡγαί , ἰυγή howling fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰυγάς — ἰῡγά̱ς , ἰυγή howling fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰυγῆς — ἰῡγῆς , ἰυγή howling fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰυγήν — ἰῡγήν , ἰυγή howling fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”